ἐπίουρε

ἐπίουρε
ἐπίουρος
guardian
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίουρος — ἐπίουρος, ὁ (AM) μσν. πάσσαλος αρχ. (με γεν. ή δοτ.) φύλακας, επιστάτης, επιμελητής (α. «ὑῶν ἐπίουρος», Ομ. Οδ. β. «ἐπίουρε βοῶν», Θεόκρ γ. «Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουρος < * ο ορος (πρβλ. όρομαι «επιτηρώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”